- κάλμα
- η1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη2. ψυχική ηρεμία, αταραξία3. καταπράυνση, κατευνασμός4. η απραξία στις αγοραπωλησίες5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί απραξία, ακινησία»].
Dictionary of Greek. 2013.