κάλμα

κάλμα
η
1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη
2. ψυχική ηρεμία, αταραξία
3. καταπράυνση, κατευνασμός
4. η απραξία στις αγοραπωλησίες
5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί απραξία, ακινησία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάλμα — η (λ. ιταλ.), ηρεμία, γαλήνη: Σήμερα η θάλασσα έχει κάλμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • άπνοια — η τέλεια έλλειψη ανέμου, κάλμα: Η άπνοια εκείνης της μέρας δεν είχε το προηγούμενό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλήνεμα — το ηρεμία, κάλμα, καθησύχαση: Το γαλήνεμα της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”